- ὁσάγωνος
- ὁσάγωνος [pron. full] [ᾰ], ον,A of whatever number of sides,
ἀριθμός Theo Sm. p.40
H.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀριθμός Theo Sm. p.40
H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οσάγωνος — ὁσάγωνος, ον (Α) αυτός που έχει οσονδήποτε αριθμό εδρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσος + γωνος (< γωνία), πρβλ. πολύ γωνος. Το α τού τ., κατά τα τετρά γωνος, επτά γωνος] … Dictionary of Greek
ὁσάγωνος — of whatever number of sides masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)